πληρης

πληρης
    πλήρης
    2
    1) полный, наполненный
    

(κρατῆρες Eur.; τὸ θέατρον Isocr.; κόφινοι NT.; ἄστυ πλῆρες οἰκιέων Her.; Ἕλλησι βαρβάροις θ΄ ὁμοῦ πλήρεις πόλεις Eur.)

    ποταμὸς π. ἰχθύων Xen. — изобилующая рыбами река;
    κενῶν δοξασμάτων π. Eur. — полный вздорных мнений;
    Λεύκιππος καὴ Δημόκριτος στοιχεῖα τὸ πλῆρες καὴ τὸ κενὸν εἶναί φασι Arst. — Левкипп и Демокрит говорят, что (первичными) элементами являются полнота и пустота;
    ἐπεὰν π. γένηται ὅ ποταμός Her. — когда река выходит из берегов;
    οὐ πλήρεος ἐόντος τοῦ κύκλου Her. — так как не было полнолуния;
    τέσσερα ἔτεα πλήρεα Her. — четыре полных года;
    ἐπειδέ πλήρεις ἦσαν αἱ νῆες Thuc. — когда корабли были укомплектованы;
    π. ἐστὴ θηεύμενος Her. — он насмотрелся вдоволь

    2) сплошь покрытый
    

(λέπρας NT.)

    3) преисполненный
    

(δόλου NT.)

    4) полный, выданный сполна
    

(μισθός NT.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πληρης" в других словарях:

  • πλήρης — full of masc/fem acc pl (attic epic doric) πλήρης full of masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πλήρης full of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήρης — ες, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει ή περιέχει κάτι σε μεγάλη ποσότητα, ο γεμάτος με κάτι (α. «εισήγηση πλήρης αντιφάσεων» β. «το θέατρο ήταν πλήρες» γ. «ἄστυ πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ. δ. «ποταμόν πλήρη ἰχθύων», Ξεν. 2. ολόκληρος, χωρίς μείωση ή… …   Dictionary of Greek

  • πλήρης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, γεμάτος, άφθονος, ακέραιος, άρτιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πληρέστερον — πλήρης full of adverbial comp πλήρης full of masc acc comp sg πλήρης full of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήρει — πλήρης full of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πλήρης full of masc/fem/neut dat sg πλήρεϊ , πλήρης full of dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήρη — πλήρης full of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλήρης full of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πλήρης full of masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρεστάτων — πλήρης full of fem gen superl pl πλήρης full of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρεστέρων — πλήρης full of fem gen comp pl πλήρης full of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρέστατα — πλήρης full of adverbial superl πλήρης full of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρέστατον — πλήρης full of masc acc superl sg πλήρης full of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλῆρες — πλήρης full of masc/fem voc sg πλήρης full of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»